Αυτός που δεν ξεχώρισε ποτέ την απώλεια από την προσδοκία. Ο απέθαντος, ατρόμητος αυτός καθ-εαυτός. Που για αιώνες μόνιαζε με ξένους· που απολάμβανε την απλυσιά και μετακόμιζε ακούραστος κάθε του απόκτημα του παρελθόντος. Ο εαυτός που ελεύθερα και αλόγιστα ρομαντικά μισούσε.
Αυτός που για κληρονομιά του πια δηλώνει ένα οικόπεδο βάρους ανεκτίμητου. Με αέρα βορινό, βουνά τριγύρω και καθάριους ουρανούς. Με μυρωδιά του το θυμάρι και τον βασιλικό, με ιστορία του την πέτρα και το αγκάθι, ένα πηγάδι ξεριανό και έναν μισότυφλο βοσκό. Ένα οικόπεδο που πολλοί αγάπησαν μα κανείς τους δεν το θέλει. Βάρος στην καρδιά και στην ψυχή η κάθε του πιθαμή, ο κάθε τσιμεντόλιθος στο φράχτη του, το κάθε τσαμπί στον αμπελώνα του.
Αυτός που στο χείλος της θέσης του πια κάθεται καμπουριαστός και διορθώνει τη στάση του. Που τις αναπνοές του λογαριάζει σαν θυμάται ότι ζει, μέτοικος στη σάρκα του και τελευταίος κληρονόμος. Ο εαυτός αυτός που κάθε που με συναντά νομίζει πως του μοιάζω.
Αυτός που για κληρονομιά του πια δηλώνει ένα οικόπεδο βάρους ανεκτίμητου. Με αέρα βορινό, βουνά τριγύρω και καθάριους ουρανούς. Με μυρωδιά του το θυμάρι και τον βασιλικό, με ιστορία του την πέτρα και το αγκάθι, ένα πηγάδι ξεριανό και έναν μισότυφλο βοσκό. Ένα οικόπεδο που πολλοί αγάπησαν μα κανείς τους δεν το θέλει. Βάρος στην καρδιά και στην ψυχή η κάθε του πιθαμή, ο κάθε τσιμεντόλιθος στο φράχτη του, το κάθε τσαμπί στον αμπελώνα του.
Αυτός που στο χείλος της θέσης του πια κάθεται καμπουριαστός και διορθώνει τη στάση του. Που τις αναπνοές του λογαριάζει σαν θυμάται ότι ζει, μέτοικος στη σάρκα του και τελευταίος κληρονόμος. Ο εαυτός αυτός που κάθε που με συναντά νομίζει πως του μοιάζω.