Συνήθως το ενδιαφέρον που εκφράζεται για τον αθλητισμό στην κοινωνική σφαίρα έχει χαρακτήρα οπαδικό και αριθμολάγνο, εμμονές που συχνά παραβλέπουν της αξία της προσωπικής ιστορίας που κρύβεται πίσω από μια επιτυχία ή αποτυχία.
Με το μπάσκετ έχω σχέσεις αγάπης από πολύ μικρή ηλικία, όταν ακόμα η πορτοκαλί μπάλα φάνταζε γιγάντια στα μικρά μου χέρια και οι ήρωές της έμοιαζαν με μυθικά πρόσωπα. Η πάσα ήταν η πρώτη μου σωστή μοιρασιά, κάθε βαριά μου ανάσα η εκτόνωση από τις εντάσεις του σπιτιού, κάθε άσκηση η ουσία της επανάληψης, κάθε χαρά και λύπη μια ουσιαστική φιλία. Μεγαλώνοντας ακολουθούσα πάντα το άθλημα περισσότερο ως θεατής. Τα τελευταία χρόνια σταμάτησα να ενδιαφέρομαι για το τι γίνεται με το μπάσκετ στην Ελλάδα, μιας και το πολεμικό ρεπορτάζ, οι δυνάμεις ασφαλείας, η χούντα των μεγαλοϊδιοκτητών και η τεστοστερόνη της εξέδρας καθορίζουν περισσότερο τις τύχες του αθλήματος από τους αθλητές.
Όταν το 2013 επελέγη στο draft ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ξεκίνησα να παρακολουθώ πιο στενά τους αγώνες του NBA και κυρίως των Bucks. Προφανώς και η προσωπική του ιστορία φάνταζε εξ αρχής ελκυστική αλλά η εξέλιξή της είναι πραγματικά εντυπωσιακή, μιας και στις ΗΠΑ ο αθλητής της χαμηλής κοινωνικής τάξης, της επιβίωσης, του περιθωρίου δεν είναι σπάνιο παράδειγμα. Αυτό που έκανε τον Γιάννη να ξεχωρίζει, και ο λόγος που έκανε ξανά εμένα να παρακολουθώ με ενθουσιασμό το άθλημα που αγαπώ, ήταν ότι χρησιμοποίησε όλα αυτά τα στοιχεία της προσωπικής του ζωής για να ξεζουμίσει κάθε λεπτό της νέας του ευκαιρίας. Και ο μόνος τρόπος για να το αντιληφθεί αυτό ο θεατής είναι να ακούσει τους αντιπάλους του Γιάννη να μιλούν για την εργατικότητα, την ταπεινή του διάθεση και τη θέληση να μάθει από τους καλύτερους. Αθλητές σαν τον Kobe Bryant, τον Kevin Garnett, τον Lebron James.